- μπουμπούνισμα
- το [μπουμπουνίζω]μπουμπουνητό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μπουμπούνισμα — το η βροντή, το μπουμπουνητό: Από τα πολλά μπουμπουνίσματα δεν ακούσαμε τον πυροβολισμό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)